ἄγχι — near indeclform (adverb) ἄγχι near indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγχ' — ἄγχι , ἄγχι near indeclform (adverb) ἄγχι , ἄγχι near indeclform (prep) ἄγχε , ἄγχω squeeze pres imperat act 2nd sg ἄγχε , ἄγχω squeeze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀγκά̱ , ἀγκή fem nom/voc/acc dual ἀγκά̱ , ἀγκή fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγχιον — ἄγχι near comp ἀγχίων nearer masc/fem voc sg ἀγχίων nearer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EBUSUS — ins. in mari Balearico, nullum animal noxium. gignens Plin. l. 3. c. 5. Ebusi terra serpentes fugat. Habet haec ins. opp. eiusdem nominis, a Phoenicibus, ut putatur, conditum, aut certe a Poenis, quia Phoenicibus originem duxêrunt. Sil. Italic.… … Hofmann J. Lexicon universale
ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… … Hofmann J. Lexicon universale
TAOCA — Persidis urbs Ptol. quam Thevetus Thimat vocari ait. Populi Taoci. Dionysius, v. 1060. Πρῶτα Σάβαι, μετέπειτα Πασαργάδαι, ἄγχι Ταωκοὶ. Ubi vulgo ἄγχι δὲ Τασκόι. Atqui cum Tascorum alibi non fiat mentio, Salmasio libens assentior, qui Τασκοὺς pro… … Hofmann J. Lexicon universale
άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά … Dictionary of Greek
άσσον — ἆσσον (επίρρ., συγκρ. του ἄγχι) (Α) πλησιέστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρίζα)* anĝh τού άγχι + jov, κατάλ. επιρρ. συγκρ. βαθμ. *αγjov > *ανσσον > άνσσον, με απλοποίηση του ν ] … Dictionary of Greek
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek
anĝh- (*henĝh-) — anĝh (*henĝh ) English meaning: “narrow, *press” Deutsche Übersetzung: “eng, einengen, schnũren”, partly also von seelischer Beklemmung, Angst Material: Verbal: Av. ązaŋhē “to press”, lengthened grade Av. ny üzata “ she… … Proto-Indo-European etymological dictionary